- μπαλταδιά
- η(λ. τουρκ.), χτύπημα με μπαλτά, τσεκουριά: Τον έριξε κάτω αιμόφυρτο με μια μπαλταδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαλταδιά — η χτύπημα με μπαλτά, τσεκουριά («τού δώσε μια μπαλταδιά και τού άνοιξε το κεφάλι στα δύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μπαλτάδ ες + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
-αδιά — κατάλ. θηλ. ουσ. π.χ. βαρκ αδιά, μπαλτ αδιά, κουβ αδιά κ.ά. Είναι επεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ιά* από το περιττοσύλλαβο θ. τού πληθ. σε άδες, π.χ. μπαλτάς μπαλτάδες μπαλταδιά … Dictionary of Greek